ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ…

Όταν βλέπω θάλασσα είσαι ο πρώτος που μου έρχεται στο νου… Τη λάτρευες! Έμπαινες με τη βάρκα σου στα ανοιχτά και θαρρείς ότι μπορούσες να κάτσεις εκεί για πάντα και να ψαρεύεις! Δεν το ‘κανες για την ψαριά. Το ‘κανες για το ψάρεμα. Η διαδικασία να φτιάξεις τα δολώματα, να λύσεις τη βάρκα, να βάλεις μπρος τη μηχανή και να ξεκινήσεις. Σε τρέλαινε το πώς έκανε το ψαράκι όταν τσιμπούσε στο αγκίστρι. Ήταν η δεύτερη φύση σου. Θυμάμαι, που όταν το καλοκαίρι κατεβαίναμε στο χωριό κι έκανα βόλτα στο λιμάνι, έψαχνα εναγωνίως τη βαρκούλα σου ανάμεσα στις άλλες. Ήταν η πιο μικρή και απλή απ’ όλες, άλλα ήταν η βάρκα του παππού μου! Η «ΠΑΝΑΓΙΑ» του.

Σε θυμάμαι πάνω στο τρακτέρ σου, στο Ζέτορα, όπως τον έλεγες περιπαιχτικά. Είχα μάθει να ξεχωρίζω τον ήχο του από όλα τα τρακτέρ: » Ήρθε-ήρθε ο παππούς!» Και τις ιστορίες σου θυμάμαι. Μία προς μία. Όλες αυτές που τις επαναλάμβανες από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Εσύ δε θυμόσουν αν την είχες ξαναπεί ή μπορεί και ναι… Τότε, απλά, δεν ήθελα να σε διακόπτω. Ήθελα να ξανακούσω την ιστορία για το πώς όταν σε ένα διαγώνισμα που δεν πίστεψες στις δυνάμεις σου και αντέγραψες το λάθος από το «γιο του δασκάλου» , σβήνοντας το σωστό που είχες γράψει, έχασες μια ευκαιρία να «πηδήξεις» τάξη. Για τη φοιτητική ζωή σου στη Αθήνα του ’50! Για την εμπειρία της ζωής σου. Τα αινίγματα και τα τσιτάτα που είχες διαβάσει σε κάποιον Καζαμία και το τραγούδι σου : » Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι, να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς» και μια-μια οι χάντρες του δικού σου κομπολογιού αφήνονταν απαλά από τα δάχτυλα σου για να κάνουν το χαρακτηριστικό θόρυβο προσκρούοντας στις άλλες. Θυμάμαι το χαμόγελο σου όταν ερχόμασταν για διακοπές και μπαίναμε στο σπίτι. Ένα τόσο γλυκό χαμόγελο. Και έλεγες πάντα τραγουδιστά : » Καλώς τα!

Ήσουν η ήρεμη δύναμη της οικογένειας. Αν και τα τελευταία χρόνια δε μιλούσες πολύ, είχε κάτι το βλέμμα σου, η στάση σου, η αύρα σου που έκανε ηχηρή την παρουσία σου. Ήσουν και ο εξισορροπιστής… Μια απλή κουβέντα σου αρκούσε για να μπουν όλα σε τάξη. Ήταν μαγικό το πώς όλοι σε σέβονταν. Όταν έλεγα με καμάρι ότι είμαι η εγγονή του «Σταύρου του πρώην γραμματικού» , όλοι είχαν να μου πουν μια ιστορία για σένα. Για μια καλή παρέα που είχατε κάνει πίνοντας κρασί ή μια βοήθεια που τους είχες προσφέρει. Γιατί ήσουν άνθρωπος της παρέας, ποτέ δεν σε είχα ακούσει να κουτσομπολεύεις ή να κακολογείς κάποιον. Αν με ρωτούσαν από τι πάστα είναι φτιαγμένος ένας Αρχοντάνθρωπος, θα ‘λεγα με βεβαιότητα τη δική σου.

Ο περασμένος Οκτώβρης, υποθέτω, ήταν ο πιο δύσκολος της ζωής σου. Απότομα, άρχισαν να σε πιάνουν ανυπόφορες δύσπνοιες. Μπήκες στο νοσοκομείο. Εξετάσεις και ξανά εξετάσεις… Κι ύστερα έχασες τη φωνή σου. Κανείς δεν ανησύχησε. Συμβαίνει καμια φορά στους μεγάλους ανθρώπους, είπαν οι γιατροί, θα επανέλθει. Κι όλοι εμείς ήμασταν καθησυχαστικοί: Σταύρο, είσαι πολύ φοβιτσιάρης! Το είπε ο γιατρός δεν είναι κάτι ανησυχητικό. Εσύ επέμενες: τούτο δεν είναι καλό πράγμα! Και δεν ήταν! Δυο μήνες μετά, ενώ εσύ γινόσουν μέρα με τη μέρα χειρότερα και οι γιατροί του τοπικού νοσοκομείου δεν έβρισκαν κάτι «ανησυχητικό», αποφασίσαμε να κάνεις επιπλέον εξετάσεις. Η διάγνωση: αδενοκαρκίνωμα του πνεύμονα, μια μορφή που «πιάνει» κυρίως μη καπνίζοντες και γυναίκες. Αυτό ήταν το μη ανησυχητικό!

Δε σου είπαμε ποτέ τι είχες. Μεταφέρθηκες στο «ΣΩΤΗΡΙΑ». Θυμάμαι τη μέρα που ήρθες από το χωριό και σε επισκεφτήκαμε στο δωμάτιο του νοσοκομείου πώς με ζήτησες. Πάσχιζες να μιλήσεις. Η ευχή σου ήταν: «Στη ζωή σου και στην επιστήμη σου να είσαι τζίνι! Μην αφήσεις κανέναν να σου στερήσει αυτό που θες!» Αυτό ήταν… Μετά από εκείνη τη μέρα, ελάχιστα μίλησες ξανά. Μόνο μια φορά, όταν μες την απελπισία του νοσοκομείου, σε ρώτησε ο μπαμπάς: «Σταύρο αν σου έλεγα να πάμε για ψάρεμα, θα ‘ρχοσουν; » , το πρόσωπο σου έλαμψε και έγνεψες ένα παθιασμένο «ναι!» . Ένα μήνα μετά » έσβησες», αρκετά γαλήνια! Πριν προλάβει η ασθένεια να σε «φάει» τελείως… Ήταν ένα χρόνο πριν, τέτοιες μέρες.

Ένα καλοκαίρι, λίγα χρόνια πριν, καθώς καθόμασταν στην αυλή, είπες ξαφνικά:» Όταν φύγω και σε ρωτάνε ποιος ήταν ο παππούς σου, να λες ο παππούς με την τραγιάσκα που περνούσε καμια φορά πάνω στο τρακτέρ» . Δεν μου αρέσουν τα μνημόσυνα. Τριήμερα, Εννιάμερα, Σαράντα, Έξι μήνες, Ένας χρόνος! Δεν μου λένε τίποτα. Μνημόσυνο είναι το δάκρυ που κυλά στο μαξιλάρι κάποιες νύχτες που σε θυμάμαι… Μνημόσυνο είναι αυτές οι λέξεις που γράφω για σένα…

5 σκέψεις σχετικά με το “ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ…

  1. Ο/Η oneiraparamithiou λέει:

    Ποσο άρτιο και κυρίως τρυφερό κείμενο! Πόσο όμορφη ψυχή σου σμιλεψε ο Ανθρωπος με την Τραγιάσκα τελικα…Πιστεψέ με αυτο θα είναι κ η μεγαλύτερη ανταμοιβή του, πως τελικά μαζί σας έκανε καλη «ψαριά». 🙂
    Με συγκίνησες πολυ- κ γω είχα λατρεία στους παππούδες και γιαγιάδες μου οιδιαίτερα στην γιαγια-«μάνα» μου, που ουσιαστικά με μεγάλωσε κ στο τέλος την έχασα με παρόμοιο τρόπο, όπως εσυ τον παππού σου… Φιλί γλυκό κ μια μεγάλη αγκαλιά σου στέλνω! 🙂

    Μου αρέσει!

  2. Ο/Η cocooning cat λέει:

    Πόσο δύσκολο είναι καμια φορά να περιγράψεις με λέξεις κάποια συναισθήματα; Σκέφτομαι,πάντως, ότι ο παππούς είναι κατά μία έννοια αθάνατος!!! Ζει στο μυαλό και στις αναμνήσεις τόσων ανθρώπων… Αυτό δεν μπορεί να είναι «θάνατος». Κάτι πεθαίνει πραγματικά όταν το ξεχνάμε. Είναι μια σκέψη που με παρηγορεί…

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε